-
1 Γενέσιον της Θεοτόκου
Γενέσιον (Γενέθλιον) της Θεοτόκου τοРождество Богородицы – двунадесятый богородичный праздник, отмечаемый Церковью 8/21 СентябряΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Γενέσιον της Θεοτόκου
-
2 Γενέθλιον της Θεοτόκου
Γενέσιον (Γενέθλιον) της Θεοτόκου τοРождество Богородицы – двунадесятый богородичный праздник, отмечаемый Церковью 8/21 СентябряΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Γενέθλιον της Θεοτόκου
-
3 Εισόδια της Θεοτόκου
Εισόδια (της Θεοτόκου) ταВведение во храм Пресвятой Богородицы – непереходящий двунадесятый праздник, который празднуется 21 Ноября / 4 ДекабряΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Εισόδια της Θεοτόκου
-
4 κοίμηση
[-ις (-εως)] η1) сон; 2) перен. смерть;η κοίμηση της Θεοτόκου — церк, успение (богородицы);
ο ναός της κοιμήσεως της Θεοτόκου Успенский собор -
5 κοίμηση
κοίμηση η1) сон;2) смерть, успение:η Κοίμηση τής Θεοτόκου — Успение Богородицы – двунадесятый праздник, празднуемый Церковью 15/28 АвгустаЭтим.< дргр. κοίμος < κείμαι «лежать, покоиться» -
6 Εισόδια
τα (της Θεοτόκου) рел Введение во храм (богородицы) (праздник) -
7 Ευαγγελισμός
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου οБлаговещение Пресвятой Богородицы –1) возвещение архангела Гавриила Пречистой Деве Марии о зачатии во чреве Ее Христа Господа от Духа Святого. Благовещение называется в церковных песнопениях «спасения нашего главизна (начало)»;2) один из двунадесятых богородичных праздников, выпадающий на 25 марта (7 апреля). Установлен в воспоминание о возвещении архангелом Гавриилом Деве Марии тайны воплощения через нее Бога Слова. Празднуется с 4 века (свидетельство Афанасия Великого);3) икона «Благовещение», входящая в состав праздничного ряда иконостаса русского православного храмаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ευαγγελισμός
-
8 μετάσταση
μετάσταση ηпереход, перемещение:ΦΡ.μετάσταση τής Θεοτόκου — вознесение Богородицы. Согласно преданию Православной Церкви, после Успения Богородицы Ее Пречистое тело было чудесным образом вознесено в Царствие НебесноеЭтим.< дргр. μετάστασις < μεθίστημι «передвигать, перемещать» -
9 σκέπη
σκέπη η1) покров:η Σκέπη Αγία της Θεοτόκου — Покров Пресвятой Богородицы – праздник Православной Церкви (1/14 Октября), установленный в память события, бывшего в Константинополе в середине 10 века. В указанный день святой Андрей Юродивый и его ученик Епифаний, находясь во Влахернском храме во время всенощного бдения, увидели на воздухе Богородицу с сонмом святых, молящуюся о мире и распростершую свой покров (омофор) над христианами;2) праздничная риза, надеваемая на икону в день ее праздника. В Греции делается из цветов
См. также в других словарях:
Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… … Dictionary of Greek
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου — Βλ. λ. Παναγία … Dictionary of Greek
Γενεσίου Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο της Αίγινας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Τιμάται και στο όνομα του αγίου Χριστόφορου. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αττικής, κοντά στις Αχαρνές (Μενίδι).… … Dictionary of Greek
Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… … Dictionary of Greek
Εισοδίων Θεοτόκου, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Μολίστας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 12o αι. ή πριν από το 1672, αλλά το σημερινό μοναστήρι χτίστηκε το 1819, όπως αναφέρεται σε επιγραφή του καθολικού. Μεταξύ των κειμηλίων του περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek
Ευαγγελισμού Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε τον 11o αι. 2. Σκιάθου. Ανδρικό μοναστήρι το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδος. Ιδρύθηκε το 1794 από τους Κολλυβάδες του Αγίου Όρους, μοναχούς που διαφωνούσαν στην … Dictionary of Greek
θεομητορικές γιορτές — Χριστιανικές γιορτές που είναι αφιερωμένες στη Θεοτόκο Μαρία (Θεομήτορα). Καθιερώθηκαν από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, τονίζοντας τη σπουδαιότητα που έχει για τους χριστιανούς το πρόσωπο της… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek